αγαθος
good
αγαν
too much
αγγέλλω
I announce
άγγέλος
messenger
άγνοέω
I do not know
άγορά
market-place
άγρός
field, countryside
άγω
I lead
άγών
Contest, trial
άδελφή
sister
άδελφός
brother
αδικέω
I do wrong
άδικία
a wrong-doing
άδικος
criminal
άει
always
Άθηναι
Athens
Άθηναιοι
Athenians
αθλον
prize
αθροίζω
I gather
άθυμέω
I am despondent
αιδέομαι
I respect
αΐμα
blood
αιρεω
I take
αιρεομαι
I choose
αιρω
I raise, lift
αισθανομαι
I perceive, notice
αισχρος
disgraceful, ugly, shameful
αισχύνω
I shame
αισχυνομαι
I am ashamed
αιτέω
I ask for
αίτία
cause, charge, blame
αίτιάομαι
I blame, accuse
αίτιος
responsible
αίχμάλωτος
prisoner (of war)
ακούω + gen
I hear
άκρος
top (of)
ακτή
shore
ακων
unwilling
αληθής
true
άλις
enough
αλλά
but
αλλήλους
each other
άλλος
other, another
άμα
at the same time, together with
άμαρτάνω
I make a mistake
αμύνω + acc
I ward off
αμύνω + dat
I defend
αμύνομαι
I resist
αμφί + acc
around, about
αμφότερος
both
άν
would, could indefinite