1/52
Name | Mastery | Learn | Test | Matching | Spaced |
---|
No study sessions yet.
λυειν
λυω, losmaken
ποιειν
ποιω, maken / doen
διδοναι
διδωμι, geven
είναι
ειμι, zijn
βουλεσθαι
βουλομαι, willen
δυνασθαι
δυναμαι, kunnen
εχειν
εχω, hebben / houden
λέγειν
λεγω, zeggen / vertellen / spreken
αγειν
αγω, voeren / brengen
λαμβανειν
λαμβανω, nemen / gevangennemen / krijgen
σωιζειν
σωιζω, redden
κομίζειν
κομιζω, brengen
λειπειν
λειπω, verlaten / achterlaten
ψευγειν
ψευγω, vluchten
αποκτεινειν
αποκτεινω, doden
κρυπτειν
κρυπτω, verbergen
κρινειν
κρινω, oordelen
πεμπειν
πεμπω, zenden
ο δούλος
του δουλου, de slaaf
εσθιειν
εσθιω, eten
θαυμαζειν
θαυμαζω, verwonderd zijn / bewonderen
ο παις
του παιδος, de jongen
το δωρον
του δωρου, het geschenk
δέχεσθαι
δεχομαι, ontvangen
το χρημα
του χρηματος, het ding
το χρηματα
του χρηματων, het geld / het bezit / de rijkdom
ευρισκειν
ευρισκω, vinden
ο στρατηγος
του στρατηγου, de aanvoerder
ευ
bijwoord, goed
μαχεσθαι
μαχομαι (+dat.), strijden / vechten (om iets)
υπό
(+gen.) door / (+dat.) onder
ο ψιλος
του ψιλου, de vriend
η ψιλη
της ψιλης, de vriendin
ψιλος
ψιλή, ψιλον, geliefd ((+gen.)aan iemand)
εκ, εξ
(+gen.) uit
ου, ουκ, ουχ
/ , niet
αποκρίνεσθαι
αποκρινομαι, antwoorden
η παιδισκη
της παιδισκης, het meisje
εγώ
(ε)με, acc.
(ε)μου, gen. Ik
(ε)ποι, dat.
βοηθειν
βοηθω (+dat.), (iemand) helpen
ο κινδυνος
του κινδυνου, het gevaar
ο οινος
του οινου, de wijn
αισθανεσθαι
αισθανομαι (+gen.), (iets) bemerken / (iets) voelen
αρα
vraagpartikel, blijft onvertaald
δεισθαι
δέομαι (+gen.), (iets) nodig hebben / (iets) vragen
τις, τι (zelfstandig) / τις (bijvoeglijk)
τινος (zelfstandig) / τις, τι (bijvoeglijk)
iemand, iets / een, een of andere (mv. enkele)
τίς, τί (zelfstandig) / τί / τίς (bijvoeglijk)
τίνος (zelfstandig) / vraagwoord / τίς (bijvoeglijk)
wie? wat? / waarom? / welke?
ο ιππος
του ιππου, het paard
αίρειν
αίρω, nemen / grijpen / innemen
κελευειν
κελευω, bevelen
καλός
καλή, καλον, mooi / goed / edel
νέος
νέα, νέον, nieuw / jong