1/211
Looks like no tags are added yet.
Name | Mastery | Learn | Test | Matching | Spaced |
|---|
No study sessions yet.
βασιλευς, -εως, ο
King
Ιουδαια, -ας, η
Judea
Ιουδαιος, -αια, -αιον
Jewish/Jew
Ισραηλ, ο
Isreal
καρπος, -ου, ο
Fruit
μειζων, ον
greater
ολος, -η, -ον
Whole/Entirely
γλωσσα, -ης, η
tongue
εκει
There
λαος, -ου, ο
People
σοψια, -ας, η
wisdom
στομα, -ατος, το
mouth
συναγωγη, -ης, η
synagogue
Φαρισαιος, -ου, ο
Pharisee
χρονος, -ου, ο
Time
αρτος, -ου, ο
Bread
γη, γης, η
earth
πυρ, πυρος, το
fire
διο
therefore
δυναμις, -εως, η
power; miracle
αιμα, -ατος, το
blood
εκαστος, -η, -ον
each/every
ιματιον, -ου, το
garment
ορος, ορους, το
mountain
μαλλον
more, rather
ουτε
and not
ετι
still
νυξ,νυκτος, η
night
οστις, ητις, οτι
whoever, whichever, whatever
τοπος, ου, ο
place
ως
as
δει
it is necessary
δαιμονιον, ου, το
demon
οταν
whenever
πλειων, πλειον
larger, more
νομος, ου, ο
law
οπου
where
προσωπον, ου, το
face
τοτε
then
τυφλος, -η, -ον
blind
χαρα, ας, η
joy
αληθεια, ας, η
truth
ειρηνη, ης, η
peace
ενωπιον
before
επαγγελια, ας, η
promise
επτα
seven
θρονος, -ου, ο
throne
Ιερουσαλημ, η
Jerusalem
κατα (κατ, καθ)
gen: down from, acc: according to
κεφαλη, ης, η
head
οδος, ου, η
way
ος, η, ο (rough breathing mark and accent)
who, (whom), which
οτε
when
ουτως
thus
πλοιον, ου, το
ship
ρημα, -ατος, το
word
τε
and (so)
χειρ, χειρος, η
hand
ψυχη, ης, η
life
γυνη, γυναικος, η
woman, wife
δικαιοσυνη, ης, η
righteous
δωδεκα
twelve
εαυτου, ης, ου
himself/herself/itself/themselves
εκεινος, -η, -ο
that man/woman/thing OR those men/women/things
η (smooth breathing mark and accent)
or
καγω
and I
μακαριος, -ια, -ιον
blessed
μεγας, μεγαλη, μεγα
large, great
πολις, εως, η
city
πολυς, πολλη, πολυ
much, many, often
πως
how?
σημειον, -ου, το
sign, miracle
αιων, ωνος, ο
age
διδασκαλοςm -ου, ο
teacher
ευθυς
immediately
εως
until, as far as
μαθητης ,-ου, ο
disciple
μεν
on the one hand
μηδεις, μηδεμια, μηδεν
no one/thing
μονος, -η, -ον
alone
οπως
how
οσος, -η, -ον
as great as
ουν
therefore
οφθαλμος, -ου, ο
eye
παλιν
again
πους, ποδος, ο
foot
υπερ
gen: in behalf of
acc: above
αδελφος, -ου, ο
brother
ανηρ, ανδρος, ο
church
ελπις, ιδος, η
hope
εξω
without, outside
επι (επ, εφ)
gen: on, over, when
dat: on the basis of, at
acc: on, to, against
ημεις
we
θελημα, θεληματος, το
will, desire
ιδε
See! Behold!
ιδου
See! Behold!
καλος, -η, -ον
good