κατήγορος, -ου, ὁ
accusateur
μέτοικος, ου (ὁ)
métèque
νεανίσκος, -ου, (o)
jeune homme
εἴδωλον, -ου, τό
image
γένος, γένη
race(s)
Διονυσοδωρος, -ου, ο
Dionysodore
Ελλήσποντος, -ου, ο
l'Hellespont
Ἠρακλῆς
Héraclès
Θέογνις
Théognis
πείσων
Pison
Φίλιππος
Philippe
ἔτερος
autre
θνητός
mortel
κακός
mauvais, méchant
ὃλος
tout entier
αὐτός,αὐτό
même
πεντακόσιοι
500
πέντε
5
πεντεκαίδεκα
15
πεντήκοντα
50
πεντακισμύριοι
50 000
πεντακισχίλιοι
5 000
πρεῖς
3
πρεῖς καὶ δέκα
13
τετρακόσιοι
400
τριάκοντα
30
τριακόσιοι
300
τρισμύριοι
30 000
τρισχίλιοι
3 000
οἷός τε
capable de (+infinitif)
ἄγω
conduire
ἀκούω
écouter, comprendre (+G/A)
ἄρχω
commencer (+G)
βλέπω (πρός +A)
regarder vers
ἐθέλω
consentir à (+infinitif)
ὀστρακίζω
frapper d'ostracisme
πιστεύω
faire confiance à (+D)
πράττω
faire (dans l'action)
γεωργέω-ῶ
travailler la terre, cultiver
ἐπιζητέω-ῶ
chercher
ἀεί
toujours
εὐθύς
aussitôt
ἤ
que
μᾶλλον
plus, d'avantage
ὅτε
quand, lorsque
οὐδέποτε
ne...jamais
ποτε
un jour, jadis
παρά
auprès de (+ D/A/G)
πρός
vers, contre (+A)