1/97
Looks like no tags are added yet.
Name | Mastery | Learn | Test | Matching | Spaced |
---|
No study sessions yet.
ἐπεξέρχομαι (+ dat.)
I march out against, attack
καθέζομαι, καθεδοῦμαι
I sit down, I encamp
περιοράω
I overlook, disregard
τάττω (τάσσω), τάξω, ἔταξα, τέταχα, τέταγμαι, ἐτάχθην
I marshal, draw up in battle array; I station, post
τέμνω, τεμῶ, ἔτεμον, τέτμηκα, τέτμημαι, ἐτμήθην
I cut, I ravage
ἡ αἰτία, τῆς αἰτίας
blame, responsibility, cause
ὁ δῆμος, τοῦ δήμου
the people; township; deme
ἡ εἰσβολή, τῆς εἰσβολῆς
invasion
ἡ πεῖσα, τῆς πείρας
trial, attempt, test
ἡ προσβολή, τῆς προσβολῆς
attack
τὸ φρούριον, τοῦ φρουρίου
garrison
τὸ χωρίον, τοῦ χωρίου
place, district
ἡ χῶρος, τοῦ χώρου
place
ἐπιτήδειος, α, ον
friendly; (+ infin.) suitable for
ᾗπερ
where
ὁπότε
when
ὁπόταν
(subjunctive) when(ever)
διαλύω
I disband (an army), I disperse (a fleet)
ἐάω, ἐασω, εἴασα, εἴακα, εἴαμαι, εἰάθην
I allow, let be
ἐμμένω
I remain in
ἐξαμαρτάνω
I miss, I fail; I make a mistake
οἴομαι or οἶμαι, οἰήσομαι, ᾠήθην
I think
ἡ ἐλπίς, τῆς ἐλπίδος
hope, expectation
ἡ ἔξοδος, τῆς ἐξόδου
going out, marching forth; military expedition
τὸ στάδιον, τοῦ σταδίου; τὰ στάδια or οἱ στάδιοι
stade (607 feet)
ἕκαστος, η, ον
each
οἱ Βοιωτοί, τῶν Βοιωτῶν
Boeotians
ἀνθίσταμαι
ἀνθίσταμαι, ἀντιστήσομαι, ἀντέστην, ἀνθέστηκα
+dat I stand up against, withstand
ἀνίσταμαι
ἀνίσταμαι, ἀναστήσομαι, ἀνέστην, ἀνέστηκα
I stand up; I am forced to move; I move; I evacuate
εἰσβάλλω
+είς+acc I invade
λούω
I wash
ὑπάρχω
I am; I exist
ἡ ἀνάστασις, ἀναστάσεως
forced move; evacuation
οἴκησις, οἰκήσεως, ἡ
Dwelling
φυλακή, φυλακῆς, ἡ
guard
ὅστις, ἥτις, ὅ τι
who/what
ὅσος, ὅση, ὅσον
as great as; as much as
πάντες ὅσοι, πάντα ὅσα
all that; whoever; whatever
ἐπειδή
when, since
ἐπειδάν
when, whenever
πρίν
+indic or άν & subjunc. - Until
+infin. - before
ἐνδίδωμι
I give in/yield
ζεύγνυμι, ζεύξω, ἔζευξα, ἔζευγμαι, ἐζεύχθην / ἐζύγην
I yoke
ὀδύρομαι (present tense only)
I grieve
προσδέχομαι
I receive/admit/await/expect
ἅμαξα, ἁμάξης, ἡ
Wagon
βουλή, βουλῆς, ἡ
Plan/advice/council
ἔαρ, ἦρος, τό
spring
οἰκεῖοι, οἰκείων, οἱ
the members of the household/family
πύργος, πύργου, ὁ
tower
στρατόπεδον, στρατοπέδου, τό
camp/army
τοσόσδε, τοσήδε, τοσόνδε
so great/so many
ἐκτός
+gen - outside
οὐδέποτε
never
ὅπως
+subjunc. - so that
άγορεύω
I speak in the Assembly
άναγιγνώσκω, άναγνώσομαι, άνέγνων
I read
βουλεύω, βουλεύσω, έβούλευμαι, έβουλεύθην
I deliberate
θύω, θύσω, έθυσα, τέθυκα, τέθυμαι, έτύθην
I sacrifice
πολεμέω
I make war
πρόκειμαι, προκείσομαι + dat
I lie before
ψηφίζομαι, ψηφιούμαι, έψηφισάμην, έψήφισμαι
I vote
ή άρχή, τής άρχής
beginning/empire
ή έκκλησία, τής έκκλησίας
assembly
ό πρέσβυς, τού πρέσβεως
old man/ambassador
ό ΄ρήτωρ, τόυ ΄ρήτορος
public speaker
μύριοι, -αι, -α
ten thousand, countless
νέος, -α, -ον
young
ένεκα + preceding gen.
for the sake of
έάν +subj.
if
ίνα +subj.
so that
οί Πελοποννήσιοι, τών Πελοποννησίων
Peloponnesians
ή Πωύξ, τής Πυκνός
The Pnyx
άρχω, άρξω, ήρξα, ήργμαι, ήρχθην
+gen, active or middle - I begin
+gen. active - I rule
έπιβοθλεύω
+dat - I plot against
νομίζω, νομιώ, ένομισα, νενόμικα, νενόμισμαι, ένουμίσθην
I think
πληρόω
I fill
προάγω
I lead forward
ή άνάγκη, τής άνάγκης
Necessity
ή δίκη, τής δίκης
custom, justice, right, lawsuit, penalty
ή δύναμις, τής δυνάμεως
power, strength, forces (military)
ό ίδιώτης, τού ίδιώτου
private person
ή στρατιά, τής στρατιάς
army
ή τιμή, τής τιμής
honor
ό τρόπος, τού τρόπου
manner; way
ή χώρα, τής χώρας
land
άδuνατος,-ον
impossible, incapable
δυνατός, ή, όν
possible, capable
έκάτερος, -α, -ον
each (of two)
όμοιος, -α, -ον
+dat - like
τελευταίος, -α, -ον
last
τοιόσδε, τοιάδε, τοιόνδε
such
τοιούτος, τοιαύτη, τοιούτο
such
χρόνιος, -α, -ον
lengthy
κατά
+acc - down
each, by, on, according to
at (time)
ίδία
privately
πεζή
on foot
άνάγκη έστί(ν)
it is necessary