1/520
Looks like no tags are added yet.
Name | Mastery | Learn | Test | Matching | Spaced |
---|
No study sessions yet.
άγαθος, άγαθή, άγαθόν
good
άγγέλλω, άγγελω, ηγγειλα, ήγγέλθην
I announce
άγγελος, αγγέλου, ό
messenger
αγορά, αγορας, ή
market-place
αγρός, αγρου, ό
field, countryside
άγω, αξω, ήγαγον, ήχθην
I lead, bring
άγών, άγωνος, ό
contest, trial
άδικος, αδικος, αδικον
unjust, wrong
άεί
always
' Αθήναι, ' Αθηνών, αι
Athens
' Αθηναιοι, 'Αθηναίων, οί
the Athenians
' Αθηναιος, ' Αθηναια, ' Αθηναιον
Athenian
αθλον, αθλου, τό
prize, reward
αίρέω, αίρήσω, ειλον, ήρέθην
I take (not lambano)
αισθάνομαι, αίσθήσομαι, ήσθόμην
I notice, perceive
αίσχρός, αίσχρά, αίσχρόν
shameful, ugly, disgraceful
αίτέω
I ask, ask for
αϊτιος, αίτία, αϊτιον (+ gen)
responsible for, guilty of
αίχμάλωτος, αίχμαλώτου, ό
prisoner (of war)
άκούω, άκούσομαι, ηλουσα, ήκούσθην
I hear, listen
άληθής, άληθής, άληθές
true
άλλά
but
άλλος, άλλη, άλλο
other, another
άν
(in conditional sentence, makes aorist verb mean 'would have...')
άνά (+ acc)
up
άναγκάζω, άναγκάσω, ήνάγκασα, ήναγκάσθην
I force, compel
άναχωρέω
I retreat, withdraw
άνδρειος, άνδρεία, άνδρειον
brave, manly
άνεμος, ανέμου, ό
wind
ανευ (+ gen)
without
άνήρ, άνδρός, ό
man, husband
ανθρωπος, ανθρώπου, ό
man, person
αξιος, αξία, αξιον (+ gen)
worthy of, deserving
από (+ gen)
from, away from
αποθνήσκω, αποθανουμαι, απέθανον
I die, am killed
αποκρίνομαι, αποκρινουμαι, απεκρινάμην
I reply, answer
αποκτείνω, αποκτενω, απεκτεινα
I kill
άρα;
(introduces a question)
αρχή, αρχής, ή
beginning, rule, power, empire
αρχω (+ gen)
I rule
αρχομαι (+ gen)
I begin
αρχων, αρχοντος, ό
ruler, magistrate
αοθενής, αοθενής, απθενές
weak
ασπίς, ασπιδος, ή
shield
ασφαλής, ασφαλής, ασφαλές
safe
αυθις
again, in turn
αυτός, αυτή, αυτό
self, himself, herself, itself (emphatic)
ό αυτός, ή αυτή, το αυτό
the same
αυτόν, αυτήν, αυτό(acc/gen/dat only - also plural)
him, her, it, them
άφικνέομαι, αφίξομαι, αφικόμην
I arrive
βαίνω, βήσομαι, εβην
I go
βάλλω, βαλω, εβαλον, εβλήθην
I throw, fire at, hit (with a missile)
βάρβαροι, βαρβάρων, οι
foreigners, barbarians, non-Greek
βασιλευς, βασιλεως, ο
king
βια, βιας, ή
force, strength
βίβλος, βίβλου, η
book
βίος, βίου, ὁ
life
βλαπτω
I harm, damage
βοαω
I shout
βοη, βοης, η
shout
βοηθέω (+ dat)
I help, come to help
βουλη, βουλης, η
plan, a council
βουλομαι, βουλησομαι, εβουληθην
I wish
βραδυς, βραδεια, βραδυ
slow
γαρ
for... xyz
γε
at any rate, even, at least
γελαω
I laugh
γερων
old man
γη, γης, η
land, earth
γιγνομαι, γενησομαι, εγενομην
I become, happen, occur
γιγνωσκω, γνωσομαι, εγνων, εγνωσθην
I know, realise, understand
γλωσσα, γλωσσης, η
tongue, language
γραφω
I write, draw
γυνη, γυναικος, η
woman, wife
δακρυω
I cry, weep
δε
but, and
δει, δεησει, εδεησε (with acc + inf)
it is necessary
δεινος, δεινη, δεινον
terrible, strange, clever
δειπνον, δειπνου, το
dinner, meal
δεκα
ten
δενδρον, δενδρου, το
tree
δεσποτης, δεσποτου, ο
master
δευτερος, δευτερα, δευτερον
second
δεχομαι, δεζομαι, εδεζαμην
I receive, welcome
δη
indeed
δημος, δημου, ο
people, community
δια (+ acc)
because of, on account of
δια τι;
why?
δια (+ gen)
through
δι'ολιγου
soon
διαφθειρω, διαφθερω, διεφθειρα, διεφθαρην
I destroy, corrupt
(διδωμι), δωσω, εδωκα
I give
δικαιος, δικαια, δικαιον
just, fair, upright
διδασκω, διδαζω, εδιδαζεα, εδιδαχθην
I teach, tell
διοτι
because
διωκω
I chase, pursue, prosecute
δοκει (μοι), δοζει, εδοζε
(I) decide (= it seems good (to me))
δουλος, δουλου, ο
slave
δουναι (cf. διδωμι)
to give, to have given (aor inf)
δυο, δυο, δυο
two