1/57
Looks like no tags are added yet.
Name | Mastery | Learn | Test | Matching | Spaced |
---|
No study sessions yet.
σκοπέω, σκοπήσω, ἐσκόπησα
to look at
[telescope]
ὁ σκότος, σκότου
darkness
σοφός, (ή, όν)
wise
ἡ σοφία, σοφίας
wisdom [philosophy]
σπεύδω, σπεύσω, ἔσπευσα
to hasten
ἡ σπουδή, σπουδῆς
eagerness
αἱ σπονδαί
truce
σπένδω, σπείσω, ἔσπεισα
to pour a libation, mid: make peace
ἡ στάσις, στάσεως
revolt, discord
τό στέγος, στέγους
ἡ στέγη, στέγης
house
στείχω, στείξω, ἔστιχον
to go
στενάζω, —, ἐστένᾰξᾰ;
στένω, —, —
to mourn
στενός, (ή, όν)
narrow
στερίσκω, —, — (used only in the present)
to deprive of
τό στέρνον, στέρνου
breast, chest
ὁ στέφανος, στέφανου
garland
ὁ στόλος, στόλου
expedition
στέλλω, στελέω, ἔστειλᾰ
to equip, despatch
τὸ στόμα, στόματος
mouth
ὁ στρατός, στρατοῦ
army (masc)
ἡ στρατία, στρατίας
army (fem)
τὸ στράτευμα, στράτευματος
army (neut)
ὁ στρατηγός, στρατηγοῦ
general
ὁ στρατιώτης, στρατιώτου
soldier
στρατοπεδεύομαι, στρατοπεδεύσομαι, ἐστρατοπεδευσάμην
to encamp
στρέφω, στρέψω, ἔστρεψᾰ
to turn
τὸ στύγος, στύγους
hatred
στυγέω,στυγήσω, ἐστύγησα
to hate
συγγενής (ές)
related
συγγιγνώσκω, -γνωσέομαι, -ἔγνων
to pardon (+ dat)
ἡ συγγνώμη, συγγνώμης
pardon
συγχωρέω, συγχωρήσω, συνεχώρησα
to agree
συλλέγω, συλλέξω, συνέλεξᾰ
to collect
συμβαίνω, συμβήσω, συνέβην
to happen, agree with
συμβουλεύω, συμβουλεύσω, συνεβούλευσα
to counsel
σύμμαχος (ον)
ally (adj)
συμφέρει
it is expedient (+ dat)
σύμφορος (ον)
expedient (adj)
ἡ συμφορά, συμφορᾶς
disaster, chance
συνεχῶς
continually
ἡ σφαγή, σφαγῆς
slaughter (noun)
σφάζω, σφάξω, ἔσφαξα
to kill
σφάλλω, σφαλέω, ἔσφηλα
to deceive
σφόδρα
exceedingly
σχεδόν
almost
τὸ σχῆμα, σχῆματος
form
ἡ σχολή, σχολῆς
lesiure
σώζω, σώσω, ἔσωσα
to save
ἡ σωτηρία, σωτηρίας
safety
τὸ σῶμα, σῶματος
body
σώφρων (ον)
prudent (adj)
ἡ σωφροσύνη, σωφροσύνης
prudence
τάλας (τάλαινα, τάλαν)
wretched
ταπεινός (ή, όν)
humble
ταράττω/ταράσσω, ταράξω, ἐτάραξον
to confuse
ἡ ταραχή, ταραχῆς
confusion
τάττω/τάσσω, τάξω, ἔταξα
to arrange, to order
ἡ τάξις, τάξεως
to array, rank