1/136
Looks like no tags are added yet.
Name | Mastery | Learn | Test | Matching | Spaced |
---|
No study sessions yet.
Schule und Ausbildung
Σχολείο και Εκπαίδευση
3.1 Schule - der Unterricht
3.1 To σχολείο - το μάθημα
der Lerner, -
ο μαθητής
die Lernmethode, -n
η μέθοδος / ο τρόπος μάθησης
unterrichten
διδάσκω, κάνω μάθημα
jdm. etw. bei/bringen (brachte bei, hat beigebracht)
μαθαίνω σε κάποιον κάτι
das Lernproblem, -e
το μαθησιακό πρόβλημα
durch/nehmen (nimmt durch, nahm durch, hat durchgenommen)
κάνω (την ύλη ενός μαθήματος)
sich konzentrieren auf A
συγκεντρώνομαι/επικεντρώνομαι σε
nach/denken über A (dachte nach, hat nachgedacht)
σκέφτομαι, κάνω σκέψεις
mündlich
προφορικά
schriftlich
γραπτά
ab/schreiben (schrieb ab, hat abgeschrieben)
αντιγράφω
sich verschreiben (verschrieb sich, hat sich verschrieben)
γράφω κάτι λάθος
mit/schreiben (schrieb mit, hat mitgeschrieben)
κρατώ σημειώσεις
die Regel, -n
ο κανόνας
pauken
μελετώ εντατικά, «σκοτώνομαι» στο διάβασμα
sich melden
σηκώνω χέρι (στο μάθημα)
fördern
προωθώ
loben
επαινώ
hochbegabt
ευφυέστατος, με χαρισματικό μυαλό
benachteiligt
αδικημένος, που δεν έχει τις ίδιες ευκαιρίες
die Nachhilfe
η ενισχυτική διδασκαλία
der Stoff
η ύλη (μαθήματος)
das Wahlfach, -fächer
το μάθημα επιλογής
der Respekt vor D
ο σεβασμός προς
aus/fallen (fällt aus, fiel aus, ist ausgefallen)
ακυρώνεται, δεν γίνεται
3.2 Schule – Klassenarbeiten und Tests
3.2 Σχολείο -- διαγωνίσματα και τεστ
prüfen
εξετάζω
die Prüfung, -en
η εξέταση
auswendig lernen
μαθαίνω απέξω
benoten
βαθμολογώ
die Korrektur, -en
η διόρθωση (εδώ: που κάνει ο καθηγητής)
die Verbesserung, -en
η διόρθωση (εδώ: ενός γραπτού που κάνει ο μαθητής)
die Konkurrenz
ο ανταγωνισμός
leistungsfähig
αποδοτικός, καλός σε επιδόσεις
der Leistungsdruck
η πίεση για απόδοση /καλές επιδόσεις
unter (Leistungs-)Druck stehen
βρίσκομαι κάτω από πίεση (για απόδοση / καλέςεπιδόσεις)
jdm. Druck machen
πιέζω κάποιον
3.3 Schule-besondere Ereignisse
3.3 Σχολείο -- ιδιαίτερα γεγονότα
eingeschult werden (wird eingeschult, wurde eingeschult, ist eingeschult worden)
εισάγομαι / πηγαίνω για πρώτη φορά στο σχολείο
die Einschulung, -en
η εισαγωγή ενός παιδιού στο σχολείο
der Schüleraustausch
η ανταλλαγή μαθητών
das Praktikum, Praktika
η πρακτική άσκηση
schwänzen
κάνω κοπάνα
das Mobbing
το mobbing, η ψυχολογική βία
der Psychoterror
ο ψυχολογικός πόλεμος
3.4 Schultypen und Schulabschlüsse
3.4 Τύποι σχολείου και απολυτήρια
eine Schule besuchen
φοιτώ σε ένα σχολείο
die Schulpflicht
η υποχρεωτική εκπαίδευση
die Koedukation
η διδασκαλία αγοριών και κοριτσιών μαζί
die Schulleitung
η διεύθυνση του σχολείου
die Sekundarstufe
η δευτεροβάθμια εκπαίδευση
die Ganztagsschule, -n
το ολοήμερο σχολείο
öffentlich
δημόσιος
privat
ιδιωτικός
der Abschluss, Abschlüsse
το απολυτήριο
das Abitur
το απολυτήριο από Gymnasium
die Mittlere Reife
το απολυτήριο από Realschule
der Hauptschulabschluss
το απολυτήριο από Hauptschule
die (Lehr-) Methode, -n
η (διδακτική) μέθοδος
die Begabung, -en
η κλίση έφεση, το χάρισμα
3.5 Die Berufsausbildung
3.5 Η επαγγελματική εκπαίδευση
der/die Auszubildende, -n (der Azubi, -s)
ο μαθητευόμενος /η μαθητευόμενη
der Lehrling, -e
ο μαθητευόμενος
einen Beruf erlernen
μαθαίνω ένα επάγγελμα
der Ausbildungsbetrieb, -e
η επιχείρηση που εκπαιδεύει μαθητευόμενους
die Berufsausbildung, -en
η επαγγελματική εκπαίδευση/κατάρτιση
die Lehre, -n
η μαθητεία, η επαγγελματική εκπαίδευση
die Berufsschule, -n
η επαγγελματική σχολή
der Meister, -
ο πτυχιούχος τεχνίτης
an/erkennen (erkannte an, hat anerkannt)
αναγνωρίζω
jdn. um/schulen
μαθαίνω σε κάποιον ένα άλλο επάγγελμα
(einen) Sozialdienst leisten
παρέχω κοινωνική υπηρεσία
praxisnah
κοντά στην πράξη
praxisfern
μακριά από την πράξη
3.6 Universität - Organisatorisches
3.6 Πανεπιστήμιο – οργανωτικά θέματα
die Hochschule, -n
το πανεπιστήμιο
die Fachhochschule, -n
η ανώτατη επαγγελματική/ τεχνολογική σχολή
sich ein/schreiben (schrieb sich ein, hat sich eingeschrieben)
(εγ)γράφομαι
die Studiengebühr, -en
τα δίδακτρα
das Semester, -
το (ακαδημαϊκό) εξάμηνο
der Lehrplan, pläne
το διδακτικό πρόγραμμα
die Reform, -en
η μεταρρύθμιση
die Disziplin, -en
ο κλάδος (σπουδών)
der Kultusminister, -
ο υπουργός παιδείας
3.7 Universität - Prüfungen und Diplome
3.7 Πανεπιστήμιο – εξετάσεις και πτυχία
das Examen, -
η πτυχιακή εξέταση / οι πτυχιακές εξετάσεις
der Bachelor, -s
το bachelor (πτυχίο)
der Master
το master (μεταπτυχιακό δίπλωμα)
eine Prüfung ab/legen
δίνω μία εξέταση
(eine Prüfung) bestehen
περνάω (μία εξέταση)
durch/fallen (fällt durch, fiel durch, ist durch- gefallen)
κόβομαι (σε μία εξέταση)
3.8 Universität - das Studium
3.8 Πανεπιστήμιο - οι σπουδές
der Studiengang, -gänge
ο κύκλος σπουδών
die Studienrichtung, -en
η κατεύθυνση σπουδών
Jura
Νομικά
Medizin
Ιατρική
Wirtschaft
Οικονομικά
die Wissenschaft, -en
η επιστήμη