1/273
Looks like no tags are added yet.
Name | Mastery | Learn | Test | Matching | Spaced |
---|
No study sessions yet.
ο αγρος |
field
ο ανθρωπος |
man; human being; person
ο αυτουργος |
farmer
ο οικος |
house; home; dwelling
ο πονος |
toil; work
ο σιτος |
grain; food
ο ηλιος |
sun
ο χρονος |
time
το αροτρον |
plow
ο δουλος |
slave
ο βους |
ox
το δενδρον |
tree
ο δεσποτης |
master
ο λιθος |
stone
το δειπνον |
dinner
ο παις (ω παι) |
boy; son; child
η παις (ω παι) |
girl; daughter; child
ο πατηρ (τον πατερα, ω πατερ) |
father
ο αγγελος |
messenger
ο ανηρ (τον ανδρα, ω ανερ) |
man; husband
η γυνη (ω γυναι, αι γυναικες, τας γυναικας) |
woman; wife
η εορτη |
festival
η θυγατηρ (ω θυγατερ) |
daughter
ο καιρος |
time; right time
η κρηνη |
spring
η μητηρ |
mother
η υδρια |
water jar
ο χορος |
dance; chorus
ο φιλος/η φιλη |
friend
η γη |
land; earth; ground
η οδος |
road; way; journey
ο/η κυων (τον/την κυνα, ω κυον) |
dog
ο λαγως (των λαγων) |
hare
ο λυκος |
wolf
η οικια |
house; home; dwelling
το ορος (του ορους, τοις ορεσι(ν)) |
mountain; hill
ο παππος |
grandfather
τα προβατα pl. |
sheep
ο μυθος |
story
ο βασιλευς |
king
ο εταιρος |
comrade; companion
η ημερα |
day
η ναυς (της νεως, τη νηι, την ναυν) |
ship
η νησος |
island
η νυξ |
night
ο παππας (ω παππα) |
papa
ο παππος |
grandfather
η παρθενος |
maiden; girl
αι πυλαι |
double gates
ο/η αιξ (των αιγων, τους/τας αιγας) |
goat
η θαλλαττα |
sea
το ονομα |
name
η πολις |
city
ο ξενος (του ξενου) |
foreigner; stranger
ο οινος (του οινου) |
wine
ο οφθαλμος (του οφθαλμου) |
eye
το πυρ (του πυρος) |
fire
ο χειμων (του χειμωνος) |
storm; winter
το αστυ (του αστεως) |
city
το εργον (του εργου) |
work; deed
η εσπερα (της εσπερας) |
evening
ο θεος (του θεου) |
god
η θυρα (της θυρας) |
door
ο ποιητης (του ποιητου) |
poet
η αγορα (της αγορας) |
agora; city centre, market place
ο βωμος (του βωμου) |
altar
ο νεανιας (του νεανιου) |
young man
ο πολιτης (του πολιτου) |
citizen
η χειρ (της χειρος) |
hand
η αριστερα (της αριστερας) |
left hand
η δεξια (της δεξιας) |
right hand
η θεος (της θεου) |
goddess
το ιερον (του ιερου) |
temple
ο κινδυνος (του κινδυνου) |
danger
ο γερων (του γεροντος) |
old man
ο δημος (του δημου) |
the people
το ιερειον (του ιερειου) |
sacrificial victim
ο ιερευς (του ιερεως) |
priest
ο κηρυξ (του κηρυκος) |
herald
ο ουρανος (του ουρανου) |
sky, heaven
η πομπη (της πομπης) |
procession
η βοη (της βοης) |
shout
η κεφαλη (της κεφαλης) |
head
οι τεκοντες (των τεκοντων) |
parents
το υδωρ (του υδατος) |
water
ο αδελφος (του αδελφου, ω αδελφε) |
brother
ο ιατρος (του ιατρου) |
doctor
ο λογος (του λογου) |
word; story
το αργυριον (του αργυριου) |
silver; money
η δραχμη (της δραχμης) |
drachma
ο μισθος (του μισθου) |
reward, pay
ο οβολος (του οβολου) |
obol
ο ημιονος (του ημιονου) |
mule
ο λιμην (του λιμενος) |
harbour
ο ομιλος (του ομιλου) |
crowd
το τειχος (του τειχους) |
wall
ο εμπορος (του εμπορου) |
merchant
ο ναυκληρος (του ναυκληρου) |
ship’s captain
ο ναυτης (του ναυτου) |
sailor
ο ανεμος (του ανεμου) |
wind