1/24
Name | Mastery | Learn | Test | Matching | Spaced |
---|
No study sessions yet.
dεχεσθαι
δεχομαι ontvangen
βουλεσθαι
βουλομαι willen
ἀρχειν
ἀρχω +gen (voorwerp) heersen (over iemand/iets)
ἀρχεσθαι
αρχομαι + gen. (voorwerp) beginnen (met iets)
ἰεναι
ἐρχομαι gaan, komen
γιγεσθαι
γιγομαι 1 worden 2 gebeuren
εὐχεσθαι
εὐχομαι; bidden, wensen
αἰσθανεσθαι
αἰσθανομαι +gen (voorwerp) (iets) bemerken, (iets) voelen
ὀργιζεσθαι
ὀργιζομαι, +dat. (voorwerp) boos worden (op iemand)
μαλα
(bijwoord) zeer
ἀποκρινεσθαι
ἀποκρινομαι antwoorden
οὑτος
αὑτη, τουτο, die, dat (aanwijzend vnw.)
ἐκεινος
ἐκεινη ἐκεινο die, dat (aanwijzend vnw.)
πολυς
πολλη πολυ veel
μεγας
μεγαλη, μεγα, groot
οὑτως
(bijwoord) zo
φιλος
φιλη, φιλον, +dat. ( voorwerp), geliefd ( bij/door iemand)
ὁ χρονος
του χρονου de tijd
ἀπολλυναι
ἀπολλυμι - doden
διδοναι
διδωμι geven
δυνασθαι
δυναμαι kunnen
ἐπιστασθαι
ἐπισταμαι - weten
καθησθαι
καθημαι - zitten
ἱσταναι
ἱστημι doen staan, opstellen
φαναι
φημι - zeggen ; beweren